- ρινοπλαστία
- η, Νιατρ. η ρινοπλαστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoplasty (< ῥίς, ῥινός + -πλαστία < πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινοπλαστική — και ρινοπλαστία, η, Ν ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στην αποκατάσταση ή την τροποποίηση τής μύτης (α. «επανορθωτική ρινοπλαστική» β. «διορθωτική ρινοπλαστική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + πλαστική. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek